ορεχθώ

ορεχθώ
ὀρεχθῶ, -έω (Α)
(αμφβλ. σημ.)
1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.)
2. (κατ' άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου
3. (για την καρδιά όταν χτυπά δυνατά) εξογκώνομαι, φουσκώνω
4. μτφ. επιθυμώ σφοδρά, ποθώ («τῇ δέ... δέδεται κέαρ ἔνδοθεν ἄτῃ, οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον, ὅσον ὀρεχθεῑ», Απολλ. Ρόδ.)
5. (για τη θάλασσα) μουγκρίζω, ροχθώ, χτυπώ πάνω στην ξηρά, στην παραλία («τὰν γλαυκὰν δὲ θάλασσαν ἔα ποτὶ χέρσον ὀρεχθεῑν» — άφησε τη γλαυκή θάλασσα να ροχθεί πάνω στην ξηρά, Θεόκρ.)
6. παθ. ὀρεχθοῡμαι, -έομαι
(σχετικά με ζώο) σφάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Ανάλογα με τις σημ. που έχουν δοθεί στο ρ., έχουν προταθεί διαφορετικές ετυμολογήσεις του. Σύμφωνα με την επικρατέστερη σημ. «απλώνομαι, εκτείνομαι», το ρ. έχει συνδεθεί με το ρ. ὀρέγομαι, με επίθημα -θ- (πρβλ. θαλέ-θ-ω: θάλλω, νεμέ-θ-ω: νέμω), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου παρακμ. *ὤρεχθα. Η σημ. «εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα» οδήγησε στην παρετυμολογική σύνδεση με το ρ. ῤοχθῶ* «βουίζω, χτυπώ με θόρυβο». Τέλος, και η σύνδεση τού ρ. ὀρεχθῶ με το ἐρέχθω «σπαράζω, σχίζω» δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀρεχθῶ — ὀρέγω reach aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ὀρεχθέω rattle pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρεχθέω rattle pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροχθώ — ῥοχθῶ, έω, ΝΜΑ (για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”